- γοργόφτερος
- -η, -οαυτός που πετά γρήγορα: Γοργόφτερα πουλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γοργόφτερος — και πτερος, η, ο 1. αυτός που πετάει γρήγορα 2. (για τη φήμη) αυτός που διαδίδεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + πτερόν. Η λ. γοργόπτερος μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Παγανέλη] … Dictionary of Greek